ναυτῶν

ναυτῶν
ναύτης
seaman
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ARGONAUTAE — Heroes, qui cum Iasone in Argo navi, A. M. 2791. Colchos profecti sunt ad diripiendum velltus aureum; Sunt qui dicant fuisse duos, et quinquaginta numerô, alii addunt quatuor: Inter quos praecipui Hercules, Hylas, Theseus, Pirithous, Orpheus,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αιώρηση — η (Α αἰώρησις) το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα νεοελλ. 1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση τού σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο 2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την… …   Dictionary of Greek

  • αρμενιστής — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 130 κάτ.) της Ικαρίας. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραχών του νομού Σάμου. * * * ο ειδικότητα αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών του πολεμικού ναυτικού …   Dictionary of Greek

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

  • γαντζιέροι — οι ναυτ. κοινή ονομασία των ναυτών που χειρίζονται τον γάντζο τής λέμβου σε περίπτωση παραβολής ή απωθήσεώς της …   Dictionary of Greek

  • εξαναφέρω — (AM ἐξαναφέρω) 1. (μτβ.) φέρνω ξανά προς τα πάνω, προς την επιφάνεια, ξανανεβάζω («ἡ θάλαττα τοὺς νηχομένους ἐξαναφέρει», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) ανεβαίνω στην επιφάνεια 3. (για πλοίο σχετικά με κακοκαιρία) επανέρχομαι στον κανονικό πλου, και συνεκδ …   Dictionary of Greek

  • επιβατικός — ή, ό (AM ἐπιβατικός, ή, όν) [επιβάτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους επιβάτες ή προορίζεται γι αυτούς νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιβατικό μέσο μεταφοράς επιβατών αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατικόν 1. οι επιβάτες, οπλίτες τού πλοίου 2. ο… …   Dictionary of Greek

  • επιφορά — η (AM ἐπιφορά) [επιφέρω] νεοελλ. (λογ.) συμπέρασμα συλλογισμού μσν. (για όρκο) επιβολή αρχ. 1. προσθήκη στον μισθό κάποιου, επίδομα («τῶν δέ τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου μισθῷ διδόντων τοῑς θρανίταις τῶν ναυτῶν», Θουκ.) 2. μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • ζερβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα. 1. Ανδρέας. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις από το 1821 έως το 1823, ως ναύτης σε διάφορα πλοία. Από το 1823 έως το 1827 υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος στο σκάφος του Σαχίνη. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • κώθωνας — ο (Α κώθων, ωνος) μεταλλικό σκεύος για το πρωινό ρόφημα τών ναυτών αρχ. 1. είδος λακωνικού ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες και οι ναύτες 2. συμπόσιο, ευωχία 3. κῶθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”